παντ(ο)-

παντ(ο)-
και πανθ- ΝΜΑ
α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ- αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β' συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού καθολικού, τού συνολικού αναφορικά προς ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. παντο-γνώστης, παντο-δύναμος, παντο-κράτωρ, παντο-πώλης). Το α' συνθετικό παντ(ο)- έχει χρησιμοποιηθεί σε ορισμένο αριθμό συνθ. ως επιτατικό τής έννοιας τού β' συνθετικού (πρβλ. παντ-έλαφρος, παντ-ελεύθερος, παντ-εύμορφος, παντό-σεμνος)
βλ. και λ. παν-.Σύνθ. με α' συνθετικό παντ(ο)-: παντάναξ, παντάπασι(ν), παντοδαπός, παντοδίδακτος, παντοδότειρα, παντοδότης, παντοδύναμος, παντοκράτορας(-ωρ), παντόμιμος, παντοπώλης
αρχ.
πανθαμάρτητος, πανθαμαρτωλός, πανθέψης, πανθυπακούστης, παντάδικος, πάνταθλος, πανταίολος, πανταιτία, πανταληθής, πανταληθινός, παντάρετος, παντάριστος, πανταρκής, παντάρχης, παντάρχων, παντάσκιος, παντάσπορος, πανταυγής, παντάχραντος, παντειδήμων, παντενέργητος, παντεξούσιος, παντεπήκοος, παντεπίθυμος, παντεπόπτης, παντετοίμως, παντευλόγητος, παντήκοος, παντοβαρής, παντοβίης, παντογένεθλος, παντογενής, παντογήρως, παντογόνος, παντοδαής, παντοδαίμων, παντοδίαιτος, παντοδυνάστης, παντοεπής, παντοθαλής, παντόθυρος, παντοκήρυκτος, παντοκράντειραι, παντοκρατής, παντολάβος, παντολέτης, παντολιγοχρόνιος, παντολόγος, παντομετάβολος, παντομιγής, παντομνημόνευτος, παντόμορφος, παντομώμητος, παντονίκης, παντοπαθής, παντοπλανής, παντοπόρος, παντοπράκτης, παντόπτης, παντορέκτης (Ι), παντορέκτης (II), παντόσεμνος, παντόσοφος, παντοσώματος, παντότεκνος παντοτελής, παντοτεχνής, παντοτινάκτης, παντοτόκος, παντότολμος, παντοτρόφος, παντοτύραννος, παντόφθαλμος, παντοφόβος, παντοφόρος, παντοφυής, παντόφυρτος, παντόφωνος, παντώνυμος
αρχ.-μσν.
παντάγαθος, πάνταρχος, παντεπίσκοπος, παντεργέτης, παντέφορος, παντοδόχος, παντοεργός, παντοκτίστης, παντομέδων, παντομισής, παντοποιός, παντουργός, παντοφάγος, παντοφάρυγξ, παντόχρους
μσν.
παντάθλιος, παντανάθεμα, πανταπώλεια, παντάχρηστος, παντέλαφρος, παντελεήμων, παντελεύθερος, παντεξάκουστος, παντεξάλειπτος, παντεπαίνετος, παντεύμορφος, παντευχαρίστως, παντοδαπάνητος, παντοδερκής, παντοδεχής, παντοδήλητος, παντοδύνατος, παντοδωροδότης, παντοθρέπτειρα, παντοκατάλληλος, παντοκράτητος, παντόλεθρος, παντομήτωρ, παντόπομπος, παντόρευστος, παντοστεγής, παντόστικτος, παντοτάρβητος, παντοτέκτων, παντούχος, παντοφανής, παντοφίλητος, παντοφύλαξ, παντόχυτος, παντωφελής
μσν.- νεοελλ.
παντέρημος, παντοεθνής, παντοειδής
νεοελλ.
πανθομολογούμαι, παντογνώστης, παντογράφος, παντομίμα, παντορροϊκός, παντοφορείο(ν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παντ' — παντί , πᾶς papa masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντ' — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (poetic indeclform adverb) πάντα , πᾶς papa masc acc sg πάντα , πᾶς papa neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔξ ἑνὸς τὰ πάντ’ ὅρα. — См. На один копыл чорт всех ляхов покроил …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Compensatory lengthening — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα …   Dictionary of Greek

  • Pantograph — A pantograph (from Greek roots παντ all, every and γραφ to write , from their original use for copying writing) is a mechanical linkage connected in a special manner based on parallelograms so that the movement of one specified point is an… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”